Η Ολυμπία, υπήρξε το πιο δοξασμένο ιερό της αρχαίας Ελλάδας αφιερωμένο στον Δία. Ήταν ο τόπος διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων οι οποίοι τελούνταν στο πλαίσιο των Ολυμπίων. Η Ολυμπία ονομαζόταν Άλτις, δηλαδή Ιερό Άλσος. Ήταν κτισμένη στη βόρεια όχθη του ποταμού Αλφειού. Υπάρχουν ίχνη ανθρώπινης παρουσίας από τη Νεολιθική περίοδο. Αρχικά υπήρξε οικισμός αγροτικός και σταδιακά εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο θρησκευτικό κέντρο του αρχαίου κόσμου. Εκεί βρισκόταν για περίπου χίλια χρόνια το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, έργο του Φειδία, το οποίο ήταν γνωστό στην αρχαιότητα ως ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Είχε ύψος 12 μ. και αποτελούνταν από ξύλο εσωτερικά, αλλά χρυσό, ελεφαντόδοντο, ασήμι, ορεία κρύσταλλο και ημιπολύτιμους λίθους εξωτερικά. Η αφετηρία των Ολυμπιακών Αγώνων τοποθετείται στο 776 π.Χ. και τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια. Όμως οι Αγώνες τελούνται ήδη πολύ παλαιότερα, διότι σύμφωνα με την παράδοση τους ξεκίνησε ο Πέλοπας, που κέρδισε σε αρματοδρομία τον βασιλιά της Πίσας Οινόμαο. Σταδιακά ανεγέρθηκαν τα διάφορα οικοδομήματα, θρησκευτικού και κοσμικού χαρακτήρα μέχρι να πάρει τον 2ο αι. μ.Χ τη μορφή που έχει σήμερα. Το παλαιότερο κτίσμα είναι ο ναός της Ήρας και το νεώτερο το Νυμφαίο. Στη ρωμαϊκή περίοδο, συμπληρώθηκαν και ανασκευάστηκαν πολλά κτίρια δεδομένου πως οι Ρωμαίοι συνέχισαν τους αγώνες χωρίς διακοπή. Η λειτουργία του ιερού χώρου συνεχίσθηκε κανονικά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το 393 μ.Χ. έγιναν οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες και λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Α΄, με διάταγμά του απαγόρευσε οριστικά την τέλεσή τους γιατί θεωρούνταν παγανιστικοί, ενώ επί Θεοδοσίου Β΄, επήλθε η οριστική καταστροφή του ιερού (426 μ.Χ.).
Το Κατάκολο είναι παράλιο χωριό και εξαγωγικός λιμένας του Νομού Ηλείας που θεωρείται το επίνειο του Πύργου. Αποτελεί την έδρα της ομώνυμης Τοπικής Κοινότητας που υπάγεται διοικητικά στην Δημοτική ενότητα Πύργου του Δήμου Πύργου και έχει πληθυσμό 509 μόνιμους κάτοικους σύμφωνα με την εθνική απογραφή του 2011. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται η πρωτεύουσα του Νομού Ηλείας, ο Πύργος όπου συνδέεται με αυτόν με αμαξιτή οδό και με σιδηροδρομική γραμμή, ενώ ακολουθεί η Αρχαία Ολυμπία, με το παγκοσμίου φήμης ιερό του Διός και το Στάδιο όπου γίνονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην αρχαιότητα. Στην ευρύτερη περιοχή που βρίσκεται το Κατάκολο δίπλα στο ποταμό Ιάρδανο, υπήρχε η αρχαία πόλη Φειά, η οποία ήταν πολίχνη και λιμάνι της αρχαίας Ηλείας στην χώρα των Πισατών. Βορειοδυτικά του Κατακόλου σε υπερκείμενο λόφο βρίσκονται τα ερείπια του Ποντικόκαστρου που οι Φράγκοι είχαν μετονομάσει σε "Μπελβεντέρε" (= Καλλιθέα) από τη λαμπρή θέα της θάλασσας και της γύρω περιοχής την οποία παρέχει. Στην ανατολική πλευρά της κεντρικής πλατείας λειτουργεί από το 2011 το Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας όπου εκτίθενται 250 περίπου αξιόπιστα και λειτουργικά ομοιώματα εφευρέσεων των αρχαίων Ελλήνων. Στην κεντρική πλατεία δεσπόζει ο Ναός του Αγίου Νικολάου, προστάτης των ναυτικών
Τα Καλάβρυτα είναι ορεινή κωμόπολη του Νομού Αχαΐας. Είναι χτισμένα στα Αροάνια Όρη (Χελμό) σε υψόμετρο 735 μέτρων. Αποτελούν έδρα του ομώνυμου Δήμου, καθώς και της άλλοτε ομώνυμης Επαρχίας. Η πολίχνη των Καλαβρύτων είναι χτισμένη στην θέση της αρχαίας Αρκαδικής πόλης Κυναίθης (ή Κύναιθας) που βρισκόταν στο τμήμα της Αζανίας. Το όνομα Καλάβρυτα, που σύμφωνα με τους ειδικούς σημαίνει "καλές βρύσες", φαίνεται να το απέκτησε την εποχή της Φραγκοκρατίας τον 13ο αιώνα μ.Χ., όταν αποτέλεσε έδρα μιας από τις 12 Βαρωνίες του Πριγκιπάτου της Αχαΐας με πρώτο Βαρώνο τον Όθωνα ντε Τουρναί (Othon de Tournay) που έκτισε το κάστρο του πάνω στα ερείπια της ακρόπολης της αρχαίας Κύναιθας. Στη Γαλλική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως αναφέρεται ως Calovrate. Το 1430 τα Καλάβρυτα γίνονται έδρα μιας από τις τρεις ανεξάρτητες βυζαντινές ηγεμονίες (δεσποτάτα) στις οποίες είναι χωρισμένη πλέον η Πελοπόννησος, με πρώτο δεσπότη το Θωμά Παλαιολόγο. Δύο χρόνια αργότερα την δεσποτεία των Καλαβρύτων αναλαμβάνει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο οποίος διατηρεί τη θέση αυτή μέχρι το 1443.